αναψυχώνω

αναψυχώνω
ξαναδίνω σε κάποιον θάρρος: Τα λόγια που του είπε τον αναψύχωσαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναψυχώνω — 1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. μέσ. ξαναπαίρνω δυνάμεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”